- ευμορφαρδινιασμένος
- εὐμορφαρδινιασμένος, -η, -ον (Μ)αυτός που βρίσκεται σε καλή διάταξη, σε σωστή τάξη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού αμάρτυρου ρ. *ευμορφα-ρδινιάζομαι < εύμορφα (< εύμορφος) + ορδινιάζομαι «τακτοποιώ» (< λατ. ordo, -inis «τάξη»)].
Dictionary of Greek. 2013.